- έπαυλη
- Τόπος αναψυχής μακριά από την τακτική κατοικία. Η έ. παρουσιάζεται στους προελληνικούς πολιτισμούς (θερινές κατοικίες στην Αίγυπτο, στη μινωική Κρήτη κ.α.), όχι όμως και στον δημοκρατικό ελληνικό κόσμο. Ακόμα και στη δημοκρατική Ρώμη δεν υπάρχουν ε. αλλά μάλλον εξοχικές κατοικίες· μόνο κατά την αυτοκρατορική περίοδο, με τη δημιουργία των κολοσσιαίων περιουσιών, αρχίζουν να χτίζονται επιβλητικές ε. στις πόλεις και στα περίχωρα ή σε τοποθεσίες πολύ μακρινές. Οι ε. αυτές, τόπος απολαύσεων, ήταν λαμπρά διακοσμημένες με καλλιτεχνήματα (αρχιτεκτονήματα, αγάλματα, μωσαϊκά, κήπους, κρήνες κ.ά.). Η ωραιότερη και η πιο ονομαστή ήταν η έ. του αυτοκράτορα Αδριανού στο Τίβολι, χτισμένη τον 2o αι. μ.Χ.
Οι βαρβαρικές επιδρομές κατέστρεψαν τις ρωμαϊκές ε., αλλά οι βάρβαροι βασιλιάδες διατήρησαν τη συνήθεια των θερινών διαμονών όπως οι πάπες της Ρώμης και οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες. Στον Μεσαίωνα, η έ. ή μάλλον η εξοχική κατοικία ήταν προνόμιο των πλούσιων εμπόρων και διατηρούσε τον αγροτικό χαρακτήρα μιας παραγωγικής επένδυσης κεφαλαίων. Αντίθετα, η αναγεννησιακή έ. ήταν πραγματικός τόπος αναψυχής που περιλάμβανε μια καθορισμένη έκταση με αυλές, αίθρια, περιστύλια, κήπους ιταλικού τύπου, πίδακες, όπου οι σχέσεις μεταξύ του κτιρίου και της περιοχής του ήταν υπολογισμένες με ακρίβεια και κυριαρχούσε η αίσθηση της απομόνωσης από την κοσμική ζωή. Η μπαρόκ έ. αντιπροσώπευε την επιστροφή στην προτίμηση του ανοιχτού και απέραντου χώρου και αποτελούσε ουσιαστικά τη μετάβαση προς τη ρομαντική, ροκοκό και νεοκλασική έ. αγγλικού τύπου, όπου επικρατούσε γενικά η τάση να μειωθεί η σημασία του κτιρίου για να προβληθεί ο εξωτερικός χώρος και να τονιστεί το μέγεθος του κτήματος, να μετατραπεί ο κήπος σε πάρκο και όπου είναι έκδηλη η πρόθεση της επιστροφής στη φύση και της μίμησής της.
Η απαρίθμηση των ε. είναι αδύνατη, ωστόσο αρκεί να αναφερθούν οι πιο φημισμένες: η έ. των Μεδίκων στο Καρέτζι, έργο του Μικελότσο και πρότυπο των ε. της Τοσκάνης (1434), η κλασική ροτόντα του Παλάντιο κοντά στη Βιτσέντσα (1550), η έ. Μποργκέζε (τέλος 17ου αι.) του Βαζάντσιο και η έ. Ντόρια Παμφίλι (1650) του Αλγκάρτι στη Ρώμη, η έ. Ντ’ Έστε στο Τίβολι (1550) του Πίρο Λιγκόριο και η έ. Πιζάνι στο Στρα (Πάντοβα) του Πρέτι και του Φριτζιμέλικα, πρότυπο των λαμπρών ε. του Βένετο, η έ. Μπορομέο στην Ίζολα Μπέλα (Λίμνη Ματζόρε), αριστούργημα της σειράς των ε. της Λομβαρδίας, η νεοκλασική έ. του Κανιόλα στο Iνβερίγκο (Μιλάνο, 1813-33) κ.ά. Τον 19o αι., όταν οι σχέσεις αστικής και προαστικής ιδιοκτησίας μετατρέπονται, η αστική ιδιοκτησία τεμαχίζεται και οι κοινωνικές συνθήκες μεταβάλλονται με την αστυφιλία, η έ. αναπληρώνεται από τη λεγόμενη μικρή έ., αντίγραφο σε μικρογραφία της κλασικής έ. Το φαινόμενο αυτό είναι λιγότερο αισθητό στη Βρετανία και στις ΗΠΑ όπου η παράδοση της μονοκατοικίας με μικρό κήπο ήταν ήδη πολύ παλαιά.
Η σύγχρονη έ. είναι περιορισμένων διαστάσεων, το πάρκο γίνεται συχνά κηπάριο και η προοπτική του χώρου διασπάται. Η έ. έχει χάσει την παραδοσιακή έννοια και είναι στην ουσία ένα σπίτι με κήπο. Σε αυτό τον οικοδομικό τύπο, τα δύο κυριότερα σύγχρονα αρχιτεκτονικά ρεύματα δημιουργούν έργα υψηλής στάθμης. Την ορθολογιστική τάση αντιπροσωπεύουν η έ. στην Γκαρς (1927) και η έ. Σαβουά στο Πουασί του Λε Κορμπιζιέ (1928-30), την οργανική τάση η κατοικία Ρόμπι στο Σικάγο (1909) και η κατοικία στον καταρράκτη του Μπερ Ραν στην Πενσιλβανία (1936) του Ράιτ, η έ. Μέρεα στη Φιλανδία (1938-39) του Άλβαρ Άαλτο κ.ά.
Οι στάβλοι της επαύλης Πιζάνι στο Στρα (Πάντοβα) της Ιταλίας.
Η πρόσοψη μιας μεγαλοπρεπούς επαύλης του 18ου αι. στην περιοχή της Πάντοβα στην Ιταλία, έργο του Τζιρόλαμο Φριτζιμέλικα και του Φραντσέσκο Μαρία Πρέτι.
* * *η (AM ἔπαυλις)1. αγροικία, αγροτικό κτήμα με όλα του τα παραρτήματα (π.χ. στάβλους, αποθήκες κ.λπ.), υποστατικό, αγρόκτημα («τὰς ἐγγὺς ἐπαύλεις ἐξέκοπτον», Πλούτ.)2. κομψή και πολυτελής εξοχική κατοικία, βίλααρχ.1. κατοικία βοσκού, στάβλος, μάντρα («ο βουκόλος... ἀπικνέεται ἐς τὴν ἔπαυλιν», Ηρόδ.)2. (ειδ.) στρ. στρατόπεδο3. ατείχιστο χωριό («αἱ δὲ οἰκίαι αἱ ἐν ἐπαύλεσιν, αἶς οὐκ ἔστιν... τεῑχος κύκλῳ», ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αύλις «κατασκήνωση». Στη νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνά αντί τού τ. έπαυλη η λ. βίλα (< ιταλ. villa)].
Dictionary of Greek. 2013.